- ενάλιος
- -α, -ο (AM ἐνάλιος, -α, -ον και ἐνάλιος, -ονΑ επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, -α, -ον και -ος, -ον)αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός(α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ.β. «ἐνάλιος λεώς» — οι ναυτικοί, Σοφ.γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» — οι Νηρηίδεςδ. «ενάλιος πλούτος»)αρχ.1. (για νησί) αυτός που περιβρέχεται από θάλασσα («ἐνάλιος Εύβαιίς αἶα», Σοφ.)2. παραθαλάσσιος («Αὐλίδα ἐναλίαν», «Φοίνισσαν ἐναλίαν χθόνα», Ευριπ.).
Dictionary of Greek. 2013.